Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Και ο νόμος της Αδράστειας είναι ο εξής: όποια ψυχή καταστεί συνακόλουθος του θεού και θεαθεί κάτι από τα αληθινά, να μείνει απείραχτη μέχρι το διάστημα της επόμενης περιφερικής κίνησης, και αν μπορεί πάντα να το κάνει αυτό, να μένει για πάντα αβλαβής. Όταν όμως αδυνατίσει να ακολουθεί και δε δει, και εμπλακεί σε κάποια αρνητική συγκυρία και - έτσι - γεμίσει από λήθη και κακία και βαρύνει, και από το βάρος της συμβεί να ρίξει τα φτερά της και  να πέσει στη γη, τότε ο νόμος υπαγορεύει αυτή η ψυχή, στην πρώτη της γέννηση, να μην εμφυτευθεί σε καμιά φύση θηρίου, αλλά εκείνη που είδε τα περισσότερα να εμφυτευθεί στο γονίδιο ενός άντρα που θα γίνει φιλόσοφος ή φίλος της ομορφιάς, ή σε ενός άντρα μουσικής και ερωτικής φύσης.
Η δεύτερη στην τάξη ψυχή, να εμφυτευθεί στο γονίδιο ενός βασιλιά που σέβεται τον νόμο, ή σε ενός άντρα ικανού στον πόλεμο και στη διακυβέρνηση, η τρίτη, σε ενός πολιτικού ή επιχειρηματία ή ειδικού στα οικονομικά, η τέταρτη, σε ενός φιλόπονου γυμναστή ή που θα ασχολείται με την θεραπεία του σώματος, η πέμπτη να έχει μια ζωή μάντη ή ιεροτελεστή.
Στην έκτη θα αρμόσει η ζωή ενός ποιητή ή ενός άλλου μιμητή - καλλιτέχνη, στην έβδομη ενός βιοτέχνη ή ενός γεωργού, στην όγδοη κάποιου σοφιστή ή δημαγωγού, στην ένατη ενός τυράννου.
Απ' όλους αυτούς, όποιος ζει δίκαια, μετέχει σε μια καλύτερη μοίρα, ενώ όποιος ζει άδικα, σε μια χειρότερη.  Γιατί κάθε ψυχή δεν επιστρέφει εκεί, απ' όπου έρχεται, πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια, αφού δεν αποκτά  φτερά πριν περάσει τόσο διάστημα. Εξαιρείται η ψυχή εκείνου που φιλοσόφησε χωρίς δόλο.
Αυτές εδώ οι ψυχές αποκτούν φτερά κατά την τρίτη χιλιετή περιφερική διαδρομή, αν διάλεξαν τρεις διαδοχικές φορές αυτή τη ζωή, και έτσι απέρχονται στο τρισχιλιοστό έτος. Οι άλλες όμως, όταν τελειώσουν την πρώτη τους ζωή, κρίνονται, και αφού κριθούν, άλλες πηγαίνουν στους τόπους όπου αποδίδεται δικαιοσύνη, κάτω από την γη, και εκτίουν εκεί την ποινή τους, και άλλες, αλαφραίνοντας με την κρίση, ανυψώνονται και ζουν σ' έναν τόπο του ουρανού αντάξια με τη ζωή που έζησαν όταν είχαν τη μορφή ανθρώπου.
Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να συλλαμβάνει εκείνο που εκφράζεται ως έννοια, δηλαδή που, ενώ προέρχεται από πολλές αντιλήψεις διαμέσου των αισθήσεων, αποκτά ενότητα διαμέσου του λόγου.
Και τούτο είναι η ανάμνηση εκείνων, τα οποία είδε κάποτε η ψυχή μας, όταν συμπορεύτηκε με τον θεό και ύψωσε το βλέμμα της επάνω από αυτά που στην τωρινή ζωή, τα λέμε όντα, και ανήλθε στην περιοχή του αληθινού όντος. Γι' αυτό λοιπόν δίκαια αποκτά φτερά μόνο η διάνοια του φιλοσόφου γιατί πάντα, διαμέσου της μνήμης, είναι κοντά -όσο μπορεί- σ' εκείνα, στα οποία είναι κοντά -και γι' αυτό είναι θεϊκός - ο θεός. Ο άντρας, μάλιστα, που χειρίζεται ορθά αυτές τις αναμνήσεις και μυείται πάντα στα μυστήρια της τελειότητας, γίνεται -μόνον αυτός- αληθινά τέλειος.
Καθώς όμως απομακρύνεται από τα ανθρώπινα ενδιαφέροντα και προσηλώνεται στο θείο, νουθετείται από τους πολλούς, που τον παίρνουν για πειραγμένο στο μυαλό, και από των οποίων την προσοχή διαφεύγει το ότι έχει μέσα του το θεό. Φθάσαμε λοιπόν στο σημείο όπου τείνει όλος ο λόγος μας, δηλαδή στην τέταρτη μανία, αυτήν που, όταν την έχει κανείς, βλέπει τη γήινη ομορφιά και έχει την ανάμνηση της αληθινής, αποκτά φτερά και τα ανοίγει με διάθεση να πετάξει, αλλά δεν μπορεί, και, όπως το πουλί, κοιτάζει προς τα πάνω αμελώντας τα κάτω πράγματα, και γι' αυτό του συμπεριφέρονται σα να τον κατέχει μια μανία.
 Τούτη λοιπόν η μανία είναι η καλύτερη απ' όλους τους τρόπους, με τους οποίους το θείο έρχεται μέσα μας, και έχει την καλύτερη προέλευση, τόσο για εκείνον που την έχει (την μανία), όσο και για εκείνον που του μεταδίδεται.
Και αυτός που, μετέχοντας σε αυτή την μανία, νιώθει έρωτα για τα όμορφα όντα, λέγεται εραστής. Γιατί, όπως έχει ειπωθεί, κάθε ανθρώπινη ψυχή, από τη φύση της, έχει θεαθεί τα όντα.
Αλλιώς δεν θα μπορούσε να εισέλθει σε αυτό το ζωντανό σώμα.
Όμως δεν είναι εύκολο για την καθεμία, έχοντας σαν έναυσμα τα πράγματα τούτου του κόσμου, να σχηματίσει την ανάμνηση εκείνων, των αληθινών όντων.
Δεν είναι εύκολο, ούτε για όσες είδαν σύντομα, τότε, τα εκεί πράγματα, ούτε  γι' αυτές που έπεσαν εδώ στη γη και δυστύχησαν, με αποτέλεσμα να τραπούν προς το άδικο, επηρεασμένες από κάποιες συναναστροφές, και να λησμονήσουν  τα ιερά που είδαν τότε. Λίγες, λοιπόν, μένουν, που συνεχίζουν να έχουν μέσα τους ισχυρή τη θύμηση.
Αυτές ωστόσο, όταν δουν κάποιο ομοίωμα των εκεί  πραγμάτων, εκπλήσσονται και δεν ελέγχουν πια τον εαυτό τους.
Αγνοούν  ποιο είναι το πάθος που τις καταλαμβάνει, επειδή δεν έχουν μια αρκετά σαφή αίσθηση του. Και στα γήινα ομοιώματα των αληθινών όντων δεν ενυπάρχει καμία λάμψη της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και όσων άλλων είναι πολύτιμα για τις ψυχές.
Ωστόσο, λίγοι φθάνουν στις εικόνες τούτων- με αδύναμα όργανα και με πολύ δυσκολία - και θεώνται τη φύση του στοιχείου που αναπαραστάθηκε.
Όμως τότε ήταν ορατή η ομορφιά σε όλη της τη λαμπρότητα, όταν, με τη συνοδεία ενός ευτυχισμένου χορού, και ακολουθώντας εμείς μεν το Δία, ενώ άλλοι κάποιον άλλο από τους θεούς, είδαμε το μακάριο όραμα και τελούσαμε την μυσταγωγία που δίκαια χαρακτηρίζεται ύψιστα μακάρια, αυτήν που γιορτάζαμε με όλο μας το είναι και απρόσβλητοι από τα κακά που μας περίμεναν μετά, ενώ ταυτόχρονα μυούμασταν σε ιερά οράματα που μας παρουσιάζονταν ενιαία, απλά, γαλήνια και μέσα στην πλήρη ευδαιμονία τους, και τα ατενίζαμε μέσα σ' ένα διαυγές άνοιγμα του φωτός, όντας αγνοί και χωρίς να περιοριζόμαστε από αυτό που τώρα περιφέρουμε ονομάζοντάς το σώμα, και που μέσα του έχουμε δεσμευτεί όπως το στρείδι στο όστρακό του. Αυτά, λοιπόν, ας είναι προσφορά στην ανάμνηση, αφού εξαιτίας της, και από τη λαχτάρα μας για τα τότε, μιλήσαμε περισσότερο απ' όσο έπρεπε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου