Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

ΑΡΧΑΙΑ ΧΩΡΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

«Δωδώναθι αρχόμενοι προς Ιόνιον πόρον»            
ΠΙΝΔΑΡΟΣ
Το δάκρυ μας έπηξε, έγινε μάρμαρο. Έπειτα ήρθε η μνήμη με πνεύμα και όνειρο. Ακούμπησε την ιστορία.
Πονάω, δεν έχω κεφάλι, στέναζε δίπλα της ένα άγαλμα απ’ την αρχαία Απολλωνία. Κι εγώ πονάω, ακούστηκε ένα κεφάλι του Βουθρωτού. Πονάω γιατί δεν έχω σώμα. Έπειτα άρχισε ένα βαθύ μοιρολόι μακρόσυρτο, ηπειρώτικο. Τα λόγια σπασμένα κι αυτά, λαβωμένα απ’ τις κακουχίες των αιώνων έσκιζαν τη γη μας, κάτω απ’ τον ουρανό, που έβλεπε, και πονούσε. Μία χρυσή αχτίδα σκούπιζε τα δάκρυα καθώς δραπέτευσε μέσ’ από τα σύννεφα. Ένας λησμονημένος χρησμός άκουσε το λυπητερό σκοπό κι έκλαιγε κι αυτός, καθώς θυμόταν γονατισμένους στους ιερούς βωμούς, τον Οδυσσέα, τον Ορφέα, τον Νεοπτόλεμο, την Ανδρομάχη, τον Έλενο, την Ολυμπιάδα. Τι δόξες. Τι μεγαλεία, ψέλλιζε το φάντασμα μιας ιέρειας ανάμεσα στους λυγμούς. Απ’ τη Δωδώνη και την Παμβώτιδα έως το Ιόνιο και τον ποταμό Γενούσο, έφτανε η ιερή γη των Μολοσσών, των Χαόνων, των Θεσπρωτών, των Ηπειρωτών.
Η Άπειρος χώρα.
Ο Θύαμης βογκούσε. Το ίδιο κι ο Αχέροντας ο Κοκκυτός, και ο Περιφλεγέθων. Χωρίσαμε απ’ τα αδέρφια μας. Χάσαμε τον Άψο τον Γενούσο.
Αλλοτινά κι αξέχαστα θάματα πολιτισμού της Ελλάδος, τωρινά ξεριζωμένα λόγια. Ψυχές χαμένες στα δόντια του μίσους και του συμφέροντος των μεγάλων. Των άσπονδων φίλων. Το αίμα των αόρατων ψυχών σκαρφάλωσε στα σύγνεφα κι έγινε βροχή που δρόσισε τα χαλάσματα.
– Δώστε μου κεφάλι, είπε το άγαλμα, θέλω μάτια να δω. Θέλω αυτιά ν’ ακούσω νυφιάτικα τραγούδια.
– Δώστε μου κορμί, είπε ένα κεφάλι κούρου κρυμμένο πίσω από μια μυρτιά.
– Θέλω χέρια ν’ αγκαλιάσω την αγαπημένη. Θέλω ποδάρια να χορέψω στις γιορτές της βλάστησης. Τριγύρω δάκρυα, χαλάσματα, λυγμοί, παράπονα που τα κατάπινε όλα το χώμα. Όλα μια πληγή, μια τραγωδία. Όλα τεμαχισμένα και η χώρα και οι ψυχές. Θεέ μου χάσαμε κεφάλια και σώματα. Ξεχάσαμε τη ρίζα μας. Τα ονόματά μας. Η ιστορία μας λαβωμένη θανατερά στα νύχια του διχασμού κινδυνεύει, από παντού την πυροβολούν. Τριγύρω χαλάσματα, απέραντοι τάφοι και λησμονιά. Πού είναι οι δοξασμένες πολιτείες της Ηπείρου; Η Βουθρωπός, η Απολλωνία; Πού είναι η Πασαρρώνα, η Τιτάνη, η Βερενίκη. Πού είναι η Αντιπάτρια η Αντιγόνεια η Βίλλυδα; Η Περσέπολη η αστραφτερή; Παντού χαλάσματα, εγκατάλειψη, απονιά. Κατεβάστε τα αγάλματα στην ιερή γη μας. Θάψτε τα, ίσως εκεί σμίξουν κεφάλια και σώματα. Όσα δεν έκλεψαν οι αρχαιοκάπηλοι. Όσα δεν καταστράφηκαν απ’ την αδιαφορία των ισχυρών.
Θάψτε το πνεύμα στα ιερά χώματα να το θρέψουν οι ρίζες. Να γίνουν θεμέλια για κάποιον μελλοντικό πολιτισμό.
Κι αν σας δώσουμε μάτια, τι θα δείτε; Ναρκωτικά, πλαστικό, κόκα-κόλα, χάμπουργκερ. Τι θα αγκαλιάσετε; Το έγκλημα, την απάτη. Τι θα ακούσετε; Τους βομβαρδισμούς και τις σφαγές. Μη, ας βρίσκονται πλάι στις ρίζες, είναι σίγουρο καταφύγιο κι ας φυτρώνουν παπαρούνες και κυκλάμινα μέσ’ απ’ τα σώματα τους στους αιώνες των αιώνων.
Παλεύει άγρια το σκοτάδι να κλείσει σπίτια μα και φως κράτησε Αντιγόνη στο πιθάρι μας το λάδι πεθαίνει ο γείτονας, πεινάει ο αδελφός
Πατρίδα μου. Κλαιν γοερά οι πικροδάφνες.
Κλαιν γοερά οι πικροδάφνες με τους βαρβάρους να πανηγυρίζουν σαν καλικάντζαροι στα σπίτια στις αυλές, στις καρδιές μας λατρεμένε Οδυσσέα γέρασες,  Λεβέντη Αχιλλέα σκοτώθηκες,  Πού ’ναι η Φθία, η ξακουστή Ιθάκη οι χρυσές Μυκήνες του βασιλιά Αγαμέμνονα;
Κλαιν γοερά οι πικροδάφνες στα ερείπια με την Χρυσόθεμη και την Ιφιάνασα να υφαίνουν μαντήλια κι αυτά να λιώνουν από δάκρυα να πέφτουν στη γη, να γίνονται αίμα πώς να κρατήσουμε τα ματωμένα ποτάμια να μη σμίξουν στις θάλασσες, πώς; και μη γίνουν με τ’ αλάτι βουνά και μας χτυπούν από θυμό για το χάλι μας;
Μας κλέψαν την Ελένη και κάναμε στην Τροία πόλεμο. Τώρα μας κλέψαν την πατρίδα κι αρμενίζουμε.
Μήπως μας αρέσει η σκλαβιά;
Μπουρατζή-Θώδα Άννα
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου